- παρακλητικόν
- παρακλητικόςstimulatingmasc acc sgπαρακλητικόςstimulatingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακλητικός — ή, ό / παρακλητικός, ή, όν, Ν ΜΑ [παρακαλώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράκληση, ικετευτικός νεοελλ. μσν. 1. το θηλ. ως ουσ. η Παρακλητική εκκλ. λειτουργικό βιβλίο τής Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας το οποίο περιέχει κανόνες και τροπάρια … Dictionary of Greek
Αναστάσιος ο Μελωδός — Όνομα τριών ή περισσότερων εκκλησιαστικών υμνογράφων και ποιητών. Είναι γνωστοί μόνο με το όνομα Α., το οποίο βρίσκεται στην ακροστιχίδα των ποιημάτων τους και γι’ αυτό δεν είναι εξακριβωμένο ολόκληρο το όνομά τους και ο τόπος καταγωγής τους.… … Dictionary of Greek